- κεραυνόβλητος
- η , ο [ος , ον ] см. κεραυνόπληκτος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεραυνόβλητος — struck by lightning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνόβλητος — η, ο (Α κεραυνόβλητος, ον) ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. περί βλητος, ποθό βλητος] … Dictionary of Greek
κεραυνόβλητον — κεραυνόβλητος struck by lightning masc/fem acc sg κεραυνόβλητος struck by lightning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοβλήτων — κεραυνόβλητος struck by lightning masc/fem/neut gen pl κεραυνοβλής masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοβλήτῳ — κεραυνόβλητος struck by lightning masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνόβλητα — κεραυνόβλητος struck by lightning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνόβλητοι — κεραυνόβλητος struck by lightning masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοβλής — κεραυνοβλής, ῆτος, ὁ, ἡ (Α) κεραυνόβλητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλής (< βάλλω), πρβλ. αστερ βλής, λιθο βλής] … Dictionary of Greek
κεραυνόπληκτος — η, ο (ΑΜ κεραυνόπληκτος, ον) ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόβλητος νεοελλ. μτφ. κατάπληκτος, εμβρόντητος («όταν τό άκουσα έμεινα κεραυνόπληκτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θεό πληκτος, θηριό πληκτος] … Dictionary of Greek
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek